αδιψία

αδιψία
Η έλλειψη δίψας αλλά και η αντοχή στη δίψα. Α. παρατηρείται και σε παθολογικές καταστάσεις, όπως επίσης και ως συνέπεια ψυχικών νόσων. Α. προκαλούν και ορισμένες παθήσεις του πεπτικού συστήματος των αλόγων, των βοδιών και των σκύλων.
* * *
η [άδιψος]
1. έλλειψη ή ελάττωση τής δίψας
2. αντοχή στη δίψα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδιψία — η (ιατρ.), ελάττωση της δίψας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • adipsia — (Del gr. a, privativo + dipsa, sed.) ► sustantivo femenino MEDICINA Supresión o falta anormal de sed. * * * adipsia. (Del gr. ἀδιψία, falta de sed). f. Med. Falta de sed por un largo plazo. * * * ► femenino MEDICINA …   Enciclopedia Universal

  • άδιψος — ἄδιψος, ον (Α) 1. ο μη διψασμένος, αυτός που δεν υποφέρει από δίψα 2. αυτός που καταπαύει τη δίψα 3. αυτός που δεν προκαλεί δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίψα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδιψῶ νεοελλ. αδιψία] …   Dictionary of Greek

  • adipsia — (Del gr. ἀδιψία, falta de sed). f. Med. Falta de sed por un largo plazo …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”