- αδιψία
- Η έλλειψη δίψας αλλά και η αντοχή στη δίψα. Α. παρατηρείται και σε παθολογικές καταστάσεις, όπως επίσης και ως συνέπεια ψυχικών νόσων. Α. προκαλούν και ορισμένες παθήσεις του πεπτικού συστήματος των αλόγων, των βοδιών και των σκύλων.
* * *η [άδιψος]1. έλλειψη ή ελάττωση τής δίψας2. αντοχή στη δίψα.
Dictionary of Greek. 2013.